ψιλορώτημα

ψιλορώτημα
το, Ν [ψιλορωτώ]
ερώτηση για λεπτομερή πληροφόρηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ψιλορώτημα — το, ατος λεπτομερής εξέταση, ανάκριση: Για πού το βαλες, να χουμε και ψιλορώτημα; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”